βενέτικος

βενέτικος
η , ο , βενέτικός, ή , όν 1. венецианский;

βενέτικος καθρέφτης — венецианское зеркало;

2. πλ. :

τα βενέτικα — венецианские золотые монеты


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βενέτικος" в других словарях:

  • βενέτικος — Ποταμός του νομού Γρεβενών. Δεξιός παραπόταμος του Αλιάκμονα, πηγάζει από τις πλαγιές της Πίνδου, ρέει ΒΑ και συμβάλλει στον Αλιάκμονα Ν του οικισμού Αγάπη. Ο παραπόταμος του Αλιάκμονα, Βενέτικος. * * * (I) η, ο και βενετικός, ή, ό (Μ βενέτικος,… …   Dictionary of Greek

  • ενετικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει στην Ενετία, βενετικός, βενέτικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Liste der Flüsse in Griechenland — Dies ist eine Liste der Flüsse in Griechenland in alphabetischer Sortierung nach deutscher Transkription der Namen. Die Längen der Flüsse beziehen sich immer auf deren Verlauf auf griechischem Territorium. Flüsse, welche entweder außerhalb… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste von Flüssen in Griechenland — Dies ist eine Liste von Flüssen in Griechenland in alphabetischer Sortierung nach deutscher Transkription der Namen. Die Längen der Flüsse beziehen sich immer auf deren Verlauf auf griechischem Territorium. Flüsse, welche entweder außerhalb… …   Deutsch Wikipedia

  • βενετσιάνικος — η, ο [βενετσιάνος] βενέτικος …   Dictionary of Greek

  • ενετικός — ή, ό (Μ ἑνετικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην Ενετία ή στην ενετοκρατία, βενετικός, βενετσιάνικος («ενετικά τείχη» τείχη που κατασκευάστηκαν από τους Ενετούς, κατά την ενετοκρατία) …   Dictionary of Greek

  • Αλιάκμονας — I Ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της Ελλάδας (320 χλμ.), από όσους ρέουν αποκλειστικά σε ελληνικό έδαφος. Έχει λεκάνη απορροής 9.210 τ. χλμ. και πηγάζει από το όρος Βόιο (Γράμμος) του ορεινού συστήματος της Πίνδου. Αρχικά κατευθύνεται για λίγο… …   Dictionary of Greek

  • Γκίζι — Ghizi και Ghisi). Επώνυμο Βενετών αρχόντων των Κυκλάδων (12ος 15ος αι.). Ο βενετικός αυτός οίκος εμφανίστηκε στις Κυκλάδες μετά την Δ’ Σταυροφορία (1204). Ιδρυτές του ήταν οι αδελφοί Ανδρέας και Ιερεμίας Γ., οι οποίοι με την έγκριση του δούκα της …   Dictionary of Greek

  • Κορονέλι, Βιτσέντζο Μαρία — (Vincenzo MariaCoronelli, 1650 – 1718). Ιταλός γεωγράφος. Σπούδασε μαθηματικά και κοσμογραφία και διετέλεσε δημόσιος κοσμογράφος της Ενετικής δημοκρατίας. Ίδρυσε τον πρώτο περιηγητικό σύλλογο με την ονομασία Ακαδημία των Αργοναυτών και ταξίδεψε… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγοι — Αυτοκράτορες της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας (1261 – 1453). Η μακρά περίοδος της βασιλείας των Π., που συμπίπτει με την τελευταία φάση –πολύπλοκη και βαθύτατα δραματική– της βυζαντινής ιστορίας, χαρακτηρίζεται από την παρακμή βασικών θεσμών …   Dictionary of Greek

  • Τζένο — (Zeno). Ευγενής βενετικός οίκος, του οποίου πολλά μέλη απέκτησαν σημαντικά αξιώματα την εποχή της φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Από αυτούς, των οποίων το όνομα εξελληνίστηκε σε Τζένος ή Ζένος, γνωστότεροι είναι: 1. Μαρίνος. Μετά τον θάνατο του δόγη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»